ΣΥΜΗ

ΣΥΜΗ
Νοσταλγία για το καλοκαίρι

Πέμπτη 21 Φεβρουαρίου 2013

ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΗ ΣΥΡΙΑ


(κείμενο γραμμένο το 2013, με αφορμή την καταστροφή της χώρας - από την Άννα Νάταρ Anna Natar)

Μάιος 2006.  Η Katerina Mousbeh του MidEast Travel μας άνοιξε τα μάτια για τη Συρία. Όταν τελείωσε το ταξίδι μας στη Συρία, δώσαμε την υπόσχεση ότι θα ξαναπηγαίναμε.  Προδώσαμε την υπόσχεσή μας. Προδώσαμε και το λαό της που αγαπά τους Έλληνες σαν αδελφούς. Έναν λαό που μας άνοιξε την αγκαλιά του και μας υποδέχτηκε με ευγένεια και φιλοξενία.
----------------------------------------
Παρασκευή.  Φτάνουμε στη Δαμασκό μετά από ένα πολύ γρήγορο ταξίδι.  Σαν να είχαμε πετάξει μέχρι τη Ρόδο, την Κρήτη ή την Κύπρο.  Κάποια στιγμή, όταν πλησιάζαμε για την προσγείωση ένιωσα το ελαφρύ σκούντημα από τη Ρίτα:  «Πώς είναι έτσι η γη? Κατάξερη, αυλακωμένη, με μουσταρδοκαφέ χρώμα!  Έτσι δεν θα το περιέγραφε η Μοιραράκη?
Με γρήγορες κινήσεις και χωρίς καθυστερήσεις, για να μη χάνουμε ούτε λεπτό από αυτό το μακρύ Σαββατοκύριακο (long week end, όπως λέμε και στα Ελληνικά), μπαίνουμε στο λεωφορείο για να φτάσουμε στον πρώτο μας προορισμό, την Παλμύρα.
Η διαδρομή μονότονη, εναλλάσσεται με πέτρα και έρημο.  Η Ρίτα παρατηρεί και σχολιάζει τα μικρά σπίτια και τις πολυκατοικίες που συναντούμε στη διαδρομή, με ιδιαίτερο χαρακτηριστικό, όπως λέει, τους ασοβάντιστους τοίχους εξωτερικά, ενώ εσωτερικά είναι πιο περιποιημένα. Γλυκός ο καιρός, φίλος μας το μήνα Μάη, με το χάδι του ήλιου, να συντροφεύει τα 215 χιλιόμετρα που διανύσαμε.  Κάνουμε διάλειμα για ξεκούραση σε ένα πέτρινο παράπηγμα.  Καφετέρια, σνακ μπαρ, κάτι τέτοιο.  Αλλά επειδή είμαστε ρομαντικές ψυχές το βλέπουμε σαν «χάνι» του παλιού καιρού, όταν ταξίδευαν οι έμποροι με τις καμήλες και τα άλογα. Λες και πεταμένο στο μέσο του πουθενά, έχει διακοσμηθεί από τον βεδουίνο ιδιοκτήτη του με πολύχρωμες βελέντζες, υφαντά και μπακιρένια εργαλεία.  Με τη Ριτούλα πίνουμε τον πρώτο μας συριακό καφέ, για να πάρουμε δυνάμεις.  Ο ίδιος δρόμος οδηγεί στο Ιράκ γι’αυτό στη διαδρομή συναντούμε πολύ λίγα αυτοκίνητα.
Ο πρώτος μας σταθμός στη Συρία είναι η Παλμύρα. «Πρέπει να φτάνουμε», μου λέει η Ρίτα.  «Πώς το κατάλαβες?»  «Δες μπροστά».  Μετά από τα πολλά χιλιόμετρα της διαδρομής, φάνηκε μπροστά μας ξαφνικά μέσα στην έρημο μια μικρή όαση με φοίνικες και νερό.  Η Παλμύρα για κάποιους είναι ίσως και συνονόματη με τη Συρία. Το Α και το Ω της.  Νονοί της πόλης ήταν οι Ρωμαίοι που τη βάφτισαν «Η Πόλη με τους Φοίνικες» (φοίνικες, palms, palma), δηλαδή Φοινικούπολη.  «Νύφη της Ερήμου» για άλλους.  Και τι ήταν η περιβόητη Παλμύρα?  Ακόμα και 2000 χρόνια πριν τον Χριστό, ήταν ένας σημαντικός σταθμός για τα καραβάνια που ταξίδευαν στην Ανατολή, στο δρόμο του μεταξιού, δίπλα σε μια όαση.  Φορτωμένοι με μπαχαρικά, υφάσματα, πολύτιμους λίθους και ότι άλλο πολύτιμο υπήρχε εκείνη την εποχή, οδηγούσαν σε αυτό το δρόμο που χάραζε την απόσταση μεταξύ Ευρώπης και Κίνας.
Είναι πράγματι κτισμένη από τον Βασιλιά Σολομώντα για να προσφέρει ξεκούραση στους ταξιδιώτες? Εδώ έζησε η περιβόητη βασίλισσα Ζηνοβία.  Η Ζηνοβία επαναστάτησε εναντίον των Ρωμαίων με τη βοήθεια του Λογγίνου και κατέλαβε την Μπόσρα και εκτάσεις μέχρι την Αίγυπτο. Στη συνέχεια επεχείρησε να κατακτήσει την Αντιόχεια προς το βορρά. Το 272 ο Ρωμαίος Αυτοκράτορας Αυρηλιανός τελικά αντεπιτέθηκε και την μετέφερε αιχμάλωτη στη Ρώμη.  Το ταρακούνημα που δημιούργησε η Ζηνοβία στη δυνατή Ρώμη, υποχρέωσε την Αυτοκρατορία να κάνει την Παλμύρα στρατιωτική βάση για τις ρωμαϊκές λεγεώνες.  Έτσι ξεκίνησε η παρακμή της, μέχρι να φτάσει σήμερα να είναι ερείπια για τους τουρίστες.  Αν έχεις φαντασία κι αν μπορείς να ταξιδέψεις με το μυαλό σου στο παρελθόν, η Παλμύρα ξαναγεννιέται και γίνεται ο εμπορικός σημαντικός κόμβος του παρελθόντος, την ώρα που περπατάς στη Λεωφόρο των Κιόνων.  Αν δεν μπορείς, μένει μια τεράστια ξερή έκταση με ερειπωμένη αγορά, ναούς, γκρεμισμένα  παλάτια και σπίτια.  Όταν ήρθαν εδώ οι Βυζαντινοί, πρόσθεσαν μόνο λίγες εκκλησίες.  Η πόλη όμως είχε πια πεθάνει.  Τα καραβάνια διάλεξαν άλλους δρόμους.  Τώρα θα βρεις τουρίστες και καμήλες προς ενοικίαση.  Μόνο η UNESCO μας θυμίζει ότι κάποτε υπήρξε σημαντική ανακηρύσσοντας την Μνημείο Πολιτιστικής Κληρονομιάς.
Το Θέατρο της Παλμύρας, καλοδιατηρημένο, θυμίζει τις παλιές δόξες που γνώρισε η πόλη.
Το σούρουπο πέφτει σιγά-σιγά.  Δύσκολη ήταν η σημερινή μας ημέρα.  Κι όμως, μέσα στο μούχρωμα του Συριακού ουρανού θα δούμε το αραβικό Κάστρο το Qala’at ibn Maan που δεσπόζει πάνω από την πόλη.  Αφού ανεβούμε τα καλοσυντηρημένα καλντερίμια του, θαυμάζουμε τη θέα της αρχαίας Παλμύρας και τη νέα πόλη.
Η νέα πόλη της Παλμύρας εξίσου νεκρή κι αυτή.  Δεν αντέγραψε τίποτα από την αίγλη της παλιάς Παλμύρας. Απρόσωπη, άχρωμη και άοσμη.  Μένουμε μόνο ένα βράδυ.   Θυμάμαι μόνο λίγα μαγαζιά που έδιναν φως στη σκοτεινιά της πόλης.
Το βράδυ θα ζήσουμε μια παράξενη βεδουίνικη βραδιά μέσα σε σκηνές.  Καθόμαστε δηλαδή οκλαδόν.  Μπροστά μας στα χαμηλά τραπεζάκια απλώνονται πιάτα και πιατάκια με δεκάδες μεζέδες. Baba ghanoush – έτσι γράφεται άραγε? - δηλαδή μελιτζανοσαλάτα. Φατούς δηλαδή ντομάτα, αγγούρι, και κρεμμύδι.  Χούμους. Φαλλάφελ. Πιπερίτσες. Παντζάρια.  Αντί για ψωμί, έχουμε λεπτές πιτούλες, σχεδόν διαφανείς.
Στο κέντρο της σκηνής κάθεται ένας γέρος λυράρης που καρφώνει τα μάτια του στο μεγαλύτερο τραπέζι με το αρνί (ραχμ μαβί) και το ρύζι με κουκουνάρι, αμύγδαλα και κάρδαμο.  Η μυρωδιά του κάρδαμου έχει μοσχομυρίσει όλο το χώρο που είναι από τα αγαπημένα μπαχαρικά των Σύρων. Ο ηλικιωμένος μας κρατά συντροφιά με τη μονότονη μουσική του.  Το Αράκ, το τοπικό ούζο ρέει άφθονο αλλά προτιμάμε τη δροσιστική μπυρίτσα.  Την ώρα που βγαίνει η χορεύτρια για να χορέψει χορό της κοιλιάς, το λάγνο βλέμμα της πέφτει σε μας τις γυναίκες.  Κοιτά εμάς γιατί δεν της επιτρέπεται να κοιτάξει τους άντρες.  Ο λυράρης μπορεί να είναι ο πατέρας της.  Ο εστιάτορας μπορεί να είναι ο άντρας της.  Το πάθος στις κινήσεις μαγνητίζουν το ενδιαφέρον μας.
Τα βλέφαρα βαραίνουν σιγά-σιγά.  Λίγο το πολύ πρωινό ξύπνημα, λίγο η μπύρα, λίγο ο λικνισμός της χορεύτριας, λίγο η γλυκιά κούραση, μας νυστάζουν.  Αντέξαμε όσο μπορούσαμε.  Η αυριανή μέρα μας περιμένει για νέες περιπέτειες.
Η μέρα ξύπνησε λίγο μουντή και συννεφιασμένη.  Πριν φύγουμε από την Παλμύρα, στο δρόμο για τη Δαμασκό, θα πάμε στην Κοιλάδα των Τάφων.  Μακάβριο?  Ναι.  Άραγε τι ευχαρίστηση βρίσκουμε σαν τουρίστες να επισκεπτόμαστε νεκρές πολιτείες και τάφους?  Γιατί αυτοί οι τάφοι είναι αλλιώτικοι.  Είναι δεκάδες και απλώνονται σε μια κοιλάδα.  Ο καθένας τους είναι πολυόροφος.  Πολυόροφος?  Ναι, είτε υπόγειος είτε υπέργειος.  Φτάνουν μέχρι και τους πέντε ορόφους πάνω ή κάτω από τη γη.  Δέος.  Κατεβαίνουμε τα σκαλιά και διερωτόμαστε για τη ματαιότητα της ελπίδας μετά το θάνατο.  Στο δρόμο βλέπουμε πολλά σπίτια κτισμένα με πέτρα και σοβαντισμένα με κίτρινη λάσπη, εγκαταλελειμμένα όμως, λες και ανήκουν σε σκηνικό ταινίας γουέστερν.
Εκεί κοντά θα βρούμε και τον Ναό του Βάαλ (άραγε του Δία, καλά κατάλαβα?).  Ο κορινθιακός ρυθμός επικρατεί στην αρχιτεκτονική του ναού.  Δεν επικρατεί όμως μόνο κορινθιακός ρυθμός, αλλά και συννεφιά που ξεσπά σε δυνατή βροχή.  Ανοίγουμε τις ομπρέλες και τρέχουμε.  Ίσως γι’αυτό κατάλαβα λίγα από αυτόν τον σημαντικό ναό των Βαβυλωνίων.
Ξαναβγαίνουμε στην έρημο. Μας περιμένει πάλι το μονότονο τοπίο που επικρατεί έξω από τις οάσεις.  Τα χωριά διακρίνονται άχρωμα μετά βίας στο βάθος του ορίζοντα.  Κατευθυνόμαστε προς την πόλη Χομς για να περάσουμε από το κάστρο των σταυροφόρων.  Χομς. Μετά από τόσα χρόνια που γράφεται αυτό το κείμενο, το όνομα της πόλης Χομς μου δημουργεί πικρά συναισθήματα.  Οι εικόνες από μάχες, βομβαρδισμούς και οδομαχίες τους τελευταίους μήνες υπερισχύουν κάθε ευχάριστης ανάμνησης από το ταξίδι.
Μόλις περνάμε την πόλη Χομς, φτάνουμε στο κάστρο Qalaat al hosn ή Krak des Chevaliers.  Ρωμαϊκοί χρόνοι, Ελληνιστικοί χρόνοι, αλλά και Μεσαίωνας.  Φυσικά οι Σταυροφόροι πέρασαν από τη Συρία, που το πρώτο πράγμα που έκαναν ήταν να κτίσουν κάστρα στους πέτρινους λόφους για να μπορούν να παρακολουθούν την κίνηση της Μεσογείου στα δυτικά και της ενδοχώρας στα ανατολικά.  Η λέξη Krak που χρησιμοποιείται στην ονομασία του κάστρου είναι Κούρδικη.  Στη Συρία είναι το καλύτερα διατηρημένο κάστρο.
Για μεσημεριανό στρωνόμαστε σε ένα μακρύ τραπέζι που θυμίζει Σαρακοστή: μικρά πιατάκια με πατάτες βραστές, χούμους, πιπεριές, αγγουράκια τουρσί, ελιές, παντζάρια και πολλά άλλα.  Το τραπέζι γεμίζει.  Μετά από τέτοιο λουκούλειο γεύμα άραγε πως θα συνεχίσουμε το ταξίδι μας μέχρι τη Δαμασκό?
Ο επόμενοί μας σταθμοί είναι η Μααλούλα, η Σειντνάγια και το Μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου.
Φτάνοντας στη Μααλούλα, ένα μικρό γραφικό χωριό κτισμένο δίπλα σε ένα φαράγγι, μπαίνουμε πια σε καθαρά Χριστιανική περιοχή.  Οι κάτοικοι της Μααλούλα είναι καθολικοί, αλλά επηρεασμένοι από τους ορθόδοξους, ακολουθούν το τελετουργικό της ορθόδοξης εκκλησίας.  Το περίεργο είναι ότι ακόμη μιλούν αραμαϊκά, τη γλώσσα που – πιστεύεται ότι – μιλούσε ο Χριστός.  Στην εκκλησία του Άγιου Σέργιου, ο παπάς προθυμοποιείται να μας απαγγείλει το «Πάτερ ημών» στα αραμαϊκά.  Κλείνω τα μάτια και φαντάζομαι ότι μπροστά μου στέκεται και απαγγέλλει ο ίδιος ο Χριστός. Μια γρήγορη βόλτα στο φαράγγι της Μααλούλα μας βοηθά να χωνέψουμε το μεσημεριανό φαγητό.
Τα βουνά τριγύρω από τη Μααλούλα είναι γεμάτα με τρώγλες που μπορεί να χρησιμοποιούνταν ως τάφοι από τη Νεολιθική Εποχή.
Το μοναστήρι της Σειντνάγια φιλοξενεί εικόνα της Παναγίας που, λένε ότι, ζωγράφισε ο ίδιος ο Ευαγγελιστής Λουκάς.
Στο Μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου που έχει χτιστεί από τον Ιουστινιανό, φτάνουμε σούρουπο.  Τα φώτα έχουν σβήσει και μόνο οι μελαγχολικές φλόγες των κεριών φωτίζουν την εκκλησία.
Μετά από τόσες επισκέψεις σε χριστιανικές εκκλησίες μέσα σε μια μέρα, όσες δεν έχω κάνει στη ζωή μου,  σταματώ για λίγο το γράψιμο σε αυτό το σημείο και σκέφτομαι: Σκέφτομαι τους λαούς που πέρασαν από αυτή τη χώρα με τις διαφορετικές θρησκείες.  Σκέφτομαι όλο αυτό το ανακάτεμα Αράβων, Ινδοευρωπαίων, Περσών, Αρμενίων, Ευρωπαίων που κατέληξε, ναι μεν το 85% των κατοίκων να είναι Μουσουλμάνοι (κυρίως Σουνίτες), αλλά οι Χριστιανοί να είναι 10% και άλλο ένα 5% διάφοροι «απίθανοι» όπως Χαλδαίοι και Εβραίοι.  Η οικογένεια Ασαντ είναι Αλαουίτες, μια αίρεση των Σιιτών. Το κοινό στοιχείο που δένει όλους αυτούς όμως είναι η γλώσσα:  όλοι μιλούν Αραβικά ανεξάρτητα από τη θρησκεία τους.  Πόσο ενωμένος μπορεί να είναι αυτός ο λαός?  Πόσο εύκολο ήταν να ενορχηστρωθεί ένας εμφύλιος πόλεμος.  Περιτριγυρισμένοι μόνο από εχθρούς: Τούρκοι στα βόρεια, Κούρδοι και  Ιράκ ανατολικά τους, είχαν διαγεγραμμένη μοίρα.
Αφήνω εδώ την πολιτική και την κοινωνιολογία, για να συνεχίσω την ξενάγηση εκεί που την άφησα, το Μάιο του 2006, στη δεύτερη μέρα της παραμονής μας στη Συρία.  Άλλωστε φτάσαμε στη Δαμασκό.  Βράδυ πια.
Το δείπνο μας είναι σε έναν περιστρεφόμενο πύργο με θέα την πόλη.  Ο πύργος γυρίζει κάθε τόσο και βλέπουμε περισσότερες εικόνες της πόλης.
Ξημέρωσε Κυριακή. Αντικρύζουμε πάλι τις φτωχές πολυκατοικίες που λες και δεν πρόλαβαν να τις σοβατίσουν  πριν ξεκινήσουμε για μια ολοήμερη περιήγηση στην πόλη της Δαμασκού που μας περιμένει ηλιόλουστη.
Περπατάμε στη συνοικία της Qaimariyya.  Περπατώ και «Αμάν. Πάλι σκιάχτηκα».  Κάθε τόσο το βλέμμα του Ασαντ καρφώνεται πάνω μου από τις αφίσες του που βρίσκονται παντού στην πόλη.
Όταν επισκέπτεσαι το Παλάτι Αλ Αζέμ, ξέρεις:  εδώ είναι Δαμασκός.  Αν και σχετικά πρόσφατα κτισμένο (δηλαδή στον 18ο αιώνα) θεωρείται από τα πιο κλασικά δείγματα της συριακής αρχιτεκτονικής.  Μπαίνοντας στην αυλή του νιώθεις τη γαλήνη που προσπάθησε να εξασφαλίσει ο – ομώνυμος - κυβερνήτης της Δαμασκού για τον εαυτό του και την αυλή του. Τώρα πια το χρησιμοποιούν ως Λαογραφικό Μουσείο με σημαντικά κομμάτια από τη ζωή και τις συνήθειες της συριακής οικογένειας.
Μια βολτίτσα στη γειτονιά κοντά στο παλάτι, μας οδηγεί σε μια αυλή με μικρο-έμπορους και μικρο-βιοτέχνες.  Στο εργαστήριο γυαλιού ο τεχνίτης μας δείχνει την τέχνη κατασκευής αντικειμένων από φυσητό γυαλί.
Από τις σημαντικότερες επισκέψεις της ημέρας είναι στο Τζαμί των Ομεϊαδών, το καμάρι της Δαμασκού, και όχι μόνο για το μέγεθος του.  Οι γυναίκες ντυνόμαστε με μακριές μαύρες κελεμπίες καλύπτοντας και το κεφάλι μας, βγάζουμε τα παπούτσια μας και μπαίνουμε περπατώντας στα χαλιά του τεμένους.  Άραγε πόσες να έχουν φορέσει αυτή την κελεμπία πριν από μένα?  Πόσο εύκολα τα προσπερνάς αυτά όταν είσαι σε ταξίδι.
Το χρώμα που επικρατεί στο εσωτερικό του τζαμιού είναι το πράσινο.  Η έκπληξη είναι ότι σε αυτό το τζαμί δεν έρχονται μόνο Σιίτες να προσκυνήσουν αλλά και …. Χριστιανοί. Το τζαμί έχει περάσει αρκετές φάσεις πριν καταλήξει στη σημερινή του μορφή.  Κάποτε υπήρξε αραμαϊκός ναός αλλά και βυζαντινή εκκλησία.  Μέσα στο τζαμί υπάρχει ένας μικρός ξέχωρος ναός για να φιλοξενήσει ένα λείψανο που πιστεύεται ότι ανήκει στον ‘Αη Γιάννη τον Βαφτιστή.
Για όποιον επισκέπτεται τη Δαμασκό είναι απαραίτητη η επίσκεψη σε κεντρικό καφενείο, όπου συχνά σε ψηλό βάθρο, παίρνει τη θέση του γνωστός παραμυθάς (*). Απαγγέλλει τις ιστορίες του για τους θαμώνες που απολαμβάνουν τον καφέ και το ναργιλέ τους.  Ο χώρος μυρίζει πράσινο μήλο που είναι η αγαπημένη γεύση των ντόπιων για το ναργιλέ.  Αν θα τραβήξω μερικές ρουφηξιές?   Ξεκουράζουμε τα ποδαράκια μας και προχωράμε να εξερευνήσουμε το γνωστό σουκ Αλ Χαμντίγια.
Ξοδεύουμε πολύ από το χρόνο μας κυρίως στον κεντρικό δρόμο – αποφεύγοντας τα δαιδαλώδη στενάκια – κοιτώντας τα μπαχαρικά, τα ασημικά, τα χρυσαφικά, τα κιλίμια.  Τελικά δεν αγοράζουμε τίποτα εκτός από το φημισμένο παγωτό καϊμάκι με τριμμένο φιστίκι Αιγίνης στο ζαχαροπλαστείο «Bekdach».  Αν ήμουν στην Αθήνα, σίγουρα δεν θα στηνόμουν ουρά για ένα τέτοιο παγωτό – άλλωστε δεν είναι σοκολατένιο.  Εδώ, όμως, επιβάλλεται.  Έστω κι αν το μοιραστούμε με τη Ριτούλα.
Νέα κορίτσια έχουν βγει για ψώνια.  Άννα και Ρίτα σταματάμε και θαυμάζουμε την ομορφιά τους με τα γαλάζια μάτια που λάμπουν σαν πετράδια σε αντίθεση με την κατάμαυρη περιβολή τους.
Στο τέλος του κεντρικού δρόμου, σε κάποιο σημείο όπου δεν μπορώ να σας συνοδεύσω άλλη φορά μόνη μου γιατί θα χαθώ, υπάρχει το σπίτι του Ανανία, όπου, σύμφωνα με την παράδοση, βαφτίστηκε Χριστιανός ο Απόστολος Παύλος.  Ο ιερός αυτός χώρος είναι μια χαμηλοτάβανη κατακόμβη, αρκετά σκοτεινή.
Το επόμενό πρωί έχουμε λίγες τελευταίες διαθέσιμες ώρες στα σουκς χαζεύοντας τα εμπορεύματα στα μαγαζάκια και αντίο Δαμασκός, αντί Συρία.
-------------------------------------------------------------
Η Παλμύρα πια είναι στο έλεος των αρχαιοκαπήλων.  Τα τανκς οργώνουν τις ιστορικές στοές.
Για να γραφτεί το κείμενο, άνοιξα το ημερολόγιο του 2006.  Στις σελίδες του Μαίου είναι κολλημένο ένα κλαδάκι από ένα αρωματικό φυτό – μάραθο? – κλεμμένο στο Κάστρο Qalaat al hosn. Στο άνοιγμα της σελίδας και στην προσπάθεια να διαβάσω τις βιαστικές σημειώσεις μου, μάδησε στην ποδιά μου.  Ένιωσα ένα δάκρυ να ξεφεύγει από τα μάτια μου και να ποτίζει τα πεσμένα κομματάκια.

(*) Αργότερα έμαθα ότι για τη Δαμασκό αυτός ήταν ο τελευταίος εν ζωή παραμυθάς.

1 σχόλιο: